- ἀριθμοποιός
- ἀριθμοποιός [ᾰ], όν,A creating number, Dam.Pr.245.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀριθμοποιός — creating number masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμοποιόν — ἀριθμοποιός creating number masc/fem acc sg ἀριθμοποιός creating number neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμοποιῷ — ἀριθμοποιός creating number masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek